σουρομαδάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασουρομαδάω, πρτ.: σουρομαδούσα, αόρ.: σουρομάδησα, παθ.φωνή: σουρομαδιέμαι, π.αόρ.: σουρομαδήθηκα, μτχ.π.π.: σουρομαδημένος
- τραβάω τα μαλλιά ενός άλλου ατόμου
- (στην μεσοπαθητική φωνή) τραβάω τα μαλλιά μου από απόγνωση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουρομαδάω - σουρομαδώ | σουρομαδούσα | θα σουρομαδάω - σουρομαδώ | να σουρομαδάω - σουρομαδώ | σουρομαδώντας | |
β' ενικ. | σουρομαδάς | σουρομαδούσες | θα σουρομαδάς | να σουρομαδάς | σουρομάδα - σουρομάδαγε | |
γ' ενικ. | σουρομαδάει - σουρομαδά | σουρομαδούσε | θα σουρομαδάει - σουρομαδά | να σουρομαδάει - σουρομαδά | ||
α' πληθ. | σουρομαδάμε - σουρομαδούμε | σουρομαδούσαμε | θα σουρομαδάμε - σουρομαδούμε | να σουρομαδάμε - σουρομαδούμε | ||
β' πληθ. | σουρομαδάτε | σουρομαδούσατε | θα σουρομαδάτε | να σουρομαδάτε | σουρομαδάτε | |
γ' πληθ. | σουρομαδάν(ε) - σουρομαδούν(ε) | σουρομαδούσαν(ε) | θα σουρομαδάν(ε) - σουρομαδούν(ε) | να σουρομαδάν(ε) - σουρομαδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουρομάδησα | θα σουρομαδήσω | να σουρομαδήσω | σουρομαδήσει | ||
β' ενικ. | σουρομάδησες | θα σουρομαδήσεις | να σουρομαδήσεις | σουρομάδα - σουρομάδησε | ||
γ' ενικ. | σουρομάδησε | θα σουρομαδήσει | να σουρομαδήσει | |||
α' πληθ. | σουρομαδήσαμε | θα σουρομαδήσουμε | να σουρομαδήσουμε | |||
β' πληθ. | σουρομαδήσατε | θα σουρομαδήσετε | να σουρομαδήσετε | σουρομαδήστε | ||
γ' πληθ. | σουρομάδησαν σουρομαδήσαν(ε) |
θα σουρομαδήσουν(ε) | να σουρομαδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουρομαδήσει | είχα σουρομαδήσει | θα έχω σουρομαδήσει | να έχω σουρομαδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουρομαδήσει | είχες σουρομαδήσει | θα έχεις σουρομαδήσει | να έχεις σουρομαδήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουρομαδήσει | είχε σουρομαδήσει | θα έχει σουρομαδήσει | να έχει σουρομαδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουρομαδήσει | είχαμε σουρομαδήσει | θα έχουμε σουρομαδήσει | να έχουμε σουρομαδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουρομαδήσει | είχατε σουρομαδήσει | θα έχετε σουρομαδήσει | να έχετε σουρομαδήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουρομαδήσει | είχαν σουρομαδήσει | θα έχουν σουρομαδήσει | να έχουν σουρομαδήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουρομαδιέμαι | σουρομαδιόμουν(α) | θα σουρομαδιέμαι | να σουρομαδιέμαι | ||
β' ενικ. | σουρομαδιέσαι | σουρομαδιόσουν(α) | θα σουρομαδιέσαι | να σουρομαδιέσαι | ||
γ' ενικ. | σουρομαδιέται | σουρομαδιόταν(ε) | θα σουρομαδιέται | να σουρομαδιέται | ||
α' πληθ. | σουρομαδιόμαστε | σουρομαδιόμαστε σουρομαδιόμασταν |
θα σουρομαδιόμαστε | να σουρομαδιόμαστε | ||
β' πληθ. | σουρομαδιέστε | σουρομαδιόσαστε σουρομαδιόσασταν |
θα σουρομαδιέστε | να σουρομαδιέστε | σουρομαδιέστε | |
γ' πληθ. | σουρομαδιούνται | σουρομαδιόνταν(ε) σουρομαδιούνταν σουρομαδιόντουσαν |
θα σουρομαδιούνται | να σουρομαδιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουρομαδήθηκα | θα σουρομαδηθώ | να σουρομαδηθώ | σουρομαδηθεί | ||
β' ενικ. | σουρομαδήθηκες | θα σουρομαδηθείς | να σουρομαδηθείς | σουρομαδήσου | ||
γ' ενικ. | σουρομαδήθηκε | θα σουρομαδηθεί | να σουρομαδηθεί | |||
α' πληθ. | σουρομαδηθήκαμε | θα σουρομαδηθούμε | να σουρομαδηθούμε | |||
β' πληθ. | σουρομαδηθήκατε | θα σουρομαδηθείτε | να σουρομαδηθείτε | σουρομαδηθείτε | ||
γ' πληθ. | σουρομαδήθηκαν σουρομαδηθήκαν(ε) |
θα σουρομαδηθούν(ε) | να σουρομαδηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σουρομαδηθεί | είχα σουρομαδηθεί | θα έχω σουρομαδηθεί | να έχω σουρομαδηθεί | σουρομαδημένος | |
β' ενικ. | έχεις σουρομαδηθεί | είχες σουρομαδηθεί | θα έχεις σουρομαδηθεί | να έχεις σουρομαδηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σουρομαδηθεί | είχε σουρομαδηθεί | θα έχει σουρομαδηθεί | να έχει σουρομαδηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σουρομαδηθεί | είχαμε σουρομαδηθεί | θα έχουμε σουρομαδηθεί | να έχουμε σουρομαδηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σουρομαδηθεί | είχατε σουρομαδηθεί | θα έχετε σουρομαδηθεί | να έχετε σουρομαδηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σουρομαδηθεί | είχαν σουρομαδηθεί | θα έχουν σουρομαδηθεί | να έχουν σουρομαδηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σουρομαδάω
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)