Ετυμολογία

επεξεργασία
σουρομαδάω < *συρομαδώ < σύρω + μαδώ

σουρομαδάω, πρτ.: σουρομαδούσα, αόρ.: σουρομάδησα, παθ.φωνή: σουρομαδιέμαι, π.αόρ.: σουρομαδήθηκα, μτχ.π.π.: σουρομαδημένος

  1. τραβάω τα μαλλιά ενός άλλου ατόμου
     συνώνυμα: σουρομαλλιάζω
  2. (στην μεσοπαθητική φωνή) τραβάω τα μαλλιά μου από απόγνωση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)