σολφέζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σολφέζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική solfège < ιταλική solfeggio < solfeggiare < μεσαιωνική λατινική solfa (κλίμακα, γκάμα) < sol + fa[1][2][3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /solˈfez/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σολ‐φέζ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασολφέζ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η μουσική ανάγνωση· ο σπουδαστής της μουσικής διαβάζει την παρτιτούρα και τραγουδάει τη μελωδία λέγοντας τις νότες με τα ονόματά τους
- ⮡ Κάθε Δευτέρα έχουμε μάθημα σολφέζ.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σολφέζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σολφέζ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)