Ετυμολογία

επεξεργασία
σμύχω < λείπει η ετυμολογία

σμύχω

  1. υποκαίω, λιώνω, σιγοκαίω, σιγοβράζω
  2. (στην παθητική φωνή) καίγομαι σιγά σιγά
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 411 (στίχοι 410-411)
    τῷ δὲ μάλιστ᾽ ἄρ᾽ ἔην ἐναλίγκιον, ὡς εἰ ἅπασα | Ἴλιος ὀφρυόεσσα πυρὶ σμύχοιτο κατ᾽ ἄκρης.
    Κι εφαίνετο απαράλλακτα σαν να ᾽τρωγαν οι φλόγες | πατόκορφα τα υψηλά πυργώματα της Τροίας·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) σιγοκαίω από έρωτα ή από υποψία
    ※  3ος πκε αιώνας Μόσχος ο Συρακούσιος, Αποσπάσματα, 5.4 @scaife.perseus
    Ἔρως δ’ ἐσμύχετ’ ἀμοιβᾷ.