σμαλτώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασμαλτώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σμαλτώνω
- θα σμαλτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σμαλτώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασμαλτώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σμάλτωση