Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σκιαγραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκιαγραφώ
  2. θα σκιαγραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκιαγραφώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σκιαγραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκιαγράφηση