σκανδαλιάρικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκανδαλιάρικα < σκανδαλιάρικος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
σκανδαλιάρικα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκανδαλιάρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σκανδαλιάρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκανδαλιάρικο