σιτίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασιτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιτίζω
- θα σιτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασιτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σίτιση