Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σιτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιτίζω
  2. θα σιτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιτίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σιτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σίτιση