σινέραμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈne.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐νέ‐ρα‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σινέραμα ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) τεχνική λήψης ταινίας με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται στον θεατή το μεγάλο οπτικό πεδίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σινέραμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας