σιγοψιθυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασιγοψιθυρίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιγοψιθυρίζω | σιγοψιθύριζα | θα σιγοψιθυρίζω | να σιγοψιθυρίζω | σιγοψιθυρίζοντας | |
β' ενικ. | σιγοψιθυρίζεις | σιγοψιθύριζες | θα σιγοψιθυρίζεις | να σιγοψιθυρίζεις | σιγοψιθύριζε | |
γ' ενικ. | σιγοψιθυρίζει | σιγοψιθύριζε | θα σιγοψιθυρίζει | να σιγοψιθυρίζει | ||
α' πληθ. | σιγοψιθυρίζουμε | σιγοψιθυρίζαμε | θα σιγοψιθυρίζουμε | να σιγοψιθυρίζουμε | ||
β' πληθ. | σιγοψιθυρίζετε | σιγοψιθυρίζατε | θα σιγοψιθυρίζετε | να σιγοψιθυρίζετε | σιγοψιθυρίζετε | |
γ' πληθ. | σιγοψιθυρίζουν(ε) | σιγοψιθύριζαν σιγοψιθυρίζαν(ε) |
θα σιγοψιθυρίζουν(ε) | να σιγοψιθυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιγοψιθύρισα | θα σιγοψιθυρίσω | να σιγοψιθυρίσω | σιγοψιθυρίσει | ||
β' ενικ. | σιγοψιθύρισες | θα σιγοψιθυρίσεις | να σιγοψιθυρίσεις | σιγοψιθύρισε | ||
γ' ενικ. | σιγοψιθύρισε | θα σιγοψιθυρίσει | να σιγοψιθυρίσει | |||
α' πληθ. | σιγοψιθυρίσαμε | θα σιγοψιθυρίσουμε | να σιγοψιθυρίσουμε | |||
β' πληθ. | σιγοψιθυρίσατε | θα σιγοψιθυρίσετε | να σιγοψιθυρίσετε | σιγοψιθυρίστε | ||
γ' πληθ. | σιγοψιθύρισαν σιγοψιθυρίσαν(ε) |
θα σιγοψιθυρίσουν(ε) | να σιγοψιθυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιγοψιθυρίσει | είχα σιγοψιθυρίσει | θα έχω σιγοψιθυρίσει | να έχω σιγοψιθυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σιγοψιθυρίσει | είχες σιγοψιθυρίσει | θα έχεις σιγοψιθυρίσει | να έχεις σιγοψιθυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σιγοψιθυρίσει | είχε σιγοψιθυρίσει | θα έχει σιγοψιθυρίσει | να έχει σιγοψιθυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιγοψιθυρίσει | είχαμε σιγοψιθυρίσει | θα έχουμε σιγοψιθυρίσει | να έχουμε σιγοψιθυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σιγοψιθυρίσει | είχατε σιγοψιθυρίσει | θα έχετε σιγοψιθυρίσει | να έχετε σιγοψιθυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σιγοψιθυρίσει | είχαν σιγοψιθυρίσει | θα έχουν σιγοψιθυρίσει | να έχουν σιγοψιθυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιγοψιθυρίζω
|