σιαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιαλίζω < αρχαία ελληνική σιαλίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.aˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐α‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασιαλίζω (μόνο στον ενεστώτα, χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό) ρίχνω σάλιο σε κάτι
- (αμετάβατο) εκκρίνω σάλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιαλίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σιαλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.