Ετυμολογία

επεξεργασία
σεργέντης < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική sergeant / sergent / serjant / sergient / sergant < λατινική serviens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος servio < servus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser-wo- < *ser-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεργέντης αρσενικό