σεργέντης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σεργέντης < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική sergeant / sergent / serjant / sergient / sergant < λατινική serviens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος servio < servus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser-wo- < *ser-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σεργέντης αρσενικό
- στρατιώτης
- σπαθάρηδες, δομέστικοι, σεργέντες, ασηκρήτες (Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά)