σαχιδική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαχιδική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σαχιδικός < Sahidic < (μεταφραστικό δάνειο) αραβική صَعِيدِي που συνέθεσε από τους όρους Άνω Αίγυπτος και θηβαϊκός για να ονομάσει τη διάλεκτο αυτή σε κοπτική γραμματική που έγραψε τον 11ο αιώνα ο Αθανάσιος του Κους
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαχιδική