σαρακοστεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
σαρακοστεύω
- (λαϊκότροπο) περνάω τη Σαρακοστή (νηστεύοντας)
- (κατ’ επέκταση) νηστεύω ή (γενικότερα) εγκρατεύομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαρακοστεύω
|
σαρακοστεύω
|