σακ βουαγιάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σακ βουαγιάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική sac de voyage (τσάντα ταξιδιού)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σακ βουαγιάζ ουδέτερο άκλιτο
- ταξιδιωτικός σάκος
- μικρή και εύχρηστη ταξιδιωτική τσάντα
- ※ Σφύριζε ανέμελα την «Καλίνκα», διπλώνοντας μπλουζάκια και πουλόβερ και στριμώχνοντας τις ελβιέλες του στο σακ βουαγιάζ (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι, 2000)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σακ βουαγιάζ