Ετυμολογία

επεξεργασία
σακ βουαγιάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική sac de voyage (τσάντα ταξιδιού)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακ βουαγιάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. ταξιδιωτικός σάκος
  2. μικρή και εύχρηστη ταξιδιωτική τσάντα
      Σφύριζε ανέμελα την «Καλίνκα», διπλώνοντας μπλουζάκια και πουλόβερ και στριμώχνοντας τις ελβιέλες του στο σακ βουαγιάζ (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι, 2000)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία