σακ βουαγιάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σακ βουαγιάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική sac de voyage (τσάντα ταξιδιού)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σακ βουαγιάζ ουδέτερο άκλιτο
- ταξιδιωτικός σάκος
- μικρή και εύχρηστη ταξιδιωτική τσάντα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σακ βουαγιάζ