Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακ βουαγιάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική sac de voyage (τσάντα ταξιδιού)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακ βουαγιάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. ταξιδιωτικός σάκος
  2. μικρή και εύχρηστη ταξιδιωτική τσάντα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία