sac de voyage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sac de voyage → δείτε τις λέξεις sac, de και voyage κυριολεκτικά: τσάντα ταξιδιού
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: σακ βουαγιάζ
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
sac de voyage | sacs de voyage |
sac de voyage (fr) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- sac - sac de voyage - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé