ρουμπίνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾuˈbi.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐μπί‐νια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού} επεξεργασία
ρουμπίνια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρουμπίνι
ρουμπίνια ουδέτερο