ρελαντί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρελαντί < (λόγιο δάνειο) γαλλική ralenti[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρελαντί ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία): ο ρυθμός λειτουργίας μιας μηχανής αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας στις χαμηλότερες δυνατές στροφές ανά λεπτό, όταν δηλαδή ο χειριστής δεν πατάει καθόλου το γκάζι
- (μεταφορικά) στο ρελαντί: με αργό και χαλαρό ρυθμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ ρελαντί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας