Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρελαντί < (λόγιο δάνειο) γαλλική ralenti[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾe.lanˈti/ & /ɾe.lanˈdi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρελαντί ουδέτερο άκλιτο

  1. (μηχανολογία): ο ρυθμός λειτουργίας μιας μηχανής αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας στις χαμηλότερες δυνατές στροφές ανά λεπτό, όταν δηλαδή ο χειριστής δεν πατάει καθόλου το γκάζι
  2. (μεταφορικά) στο ρελαντί: με αργό και χαλαρό ρυθμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία