ρελέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρελέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική relais < relayer < re- + παλαιά γαλλικά laier
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρελέ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) ηλεκτρικός διακόπτης που ανοίγει και κλείνει ένα ηλεκτρικό κύκλωμα κάτω από τον έλεγχο ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρελέ στη Βικιπαίδεια