ράνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαράνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ράνω
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαράνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ραίνω
- θα ράνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ραίνω