Ετυμολογία

επεξεργασία
ράνω < κάνω (με επίδραση της υποτακτικής ράνω του ρήματος ραίνω)

ράνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ράνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ραίνω
  2. θα ράνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ραίνω