π.
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- π.: → δείτε στους ορισμούς: αρχικό γράμμα λέξεων
Συντομομορφή
επεξεργασία
- πατήρ προτάσσεται πριν το όνομα ιερέα[1] ή μοναχού
- ⮡ ο π. Ιωάννης
- (βιβλιογραφική παραπομπή) παρά, σε παλιότερα λεξικά [2]
- (Χρειάζεται παράδειγμα μέσα από το λεξικό για να δούμε τη σημασία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ π. - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ συντομογραφίες - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία.