πόσσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πόσσις < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *pótis (κύριος, ιδιοκτήτης, σύζυγος). Συγγενή: (λατινικά) potis και (σανσκριτικά) पति (páti).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόσσις αρσενικό (ποιητικός τύπος) (& πόσις)