Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόμπιμος < πομπεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόμπιμος, ος, ον

  1. ο πομπεύς αλλά ως επίθετο, ο συνοδός, ο οδηγός ο προπομπός
  2. εκείνος που ευνοεί μια αποστολή, που τη βοηθά να φτάσει κάπου, που την υποδέχεται
    οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων οὔτε λαίφεσιν νεώς.