Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πομπεύς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πομπεύς
<
πέμπω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πομπεύς
αρσενικό
ο
προπομπός
, ο
οδηγός
ο
συνοδός
(
μεταφορικά
) που
βοηθά
στο να φτάσει κάποιος κάπου
οὖροι νηῶν
πομπῆες
(οι
ούριοι
άνεμοι βοήθησαν τα καράβια)