Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομπεύς < πέμπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομπεύς αρσενικό

  1. ο προπομπός, ο οδηγός
  2. ο συνοδός
  3. (μεταφορικά) που βοηθά στο να φτάσει κάποιος κάπου
    οὖροι νηῶν πομπῆες (οι ούριοι άνεμοι βοήθησαν τα καράβια)