Δείτε επίσης: Πόδαργος, ποδαγρός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόδαργος < πούς (γενική: ποδ-ός) + ἀργός

  Επίθετο επεξεργασία

πόδαργος, -ος, -ον

  1. ο γρήγορος στα πόδια
     συνώνυμα: ποδώκης, ὠκύπους
  2. που έχει λευκά πόδια (λευκόπους)

Συγγενικά επεξεργασία