Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδαγρός < ποδάγρα

  Επίθετο επεξεργασία

ποδαγρός,ός,όν

  • λέξη των χριστιανικών χρόνων για τον ποδαγρικό, εκείνος που πάσχει από ποδάγρα