Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτυελίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συνώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτυελίζω
<
πτύω
Ρήμα
επεξεργασία
πτυελίζω
φτύνω
σάλια
Συγγενικά
επεξεργασία
φτύσιμο
φτισιά
πτυελινη
και
πτυαλίνη
πτύελο
πτύσμα
Αντώνυμα
επεξεργασία
καταπίνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
φτύνω
και
πτύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτυελίζω
αγγλικά
:
spit
(en)
γαλλικά
:
cracher
(fr)
γερμανικά
:
spucken
(de)