πρώιμη δέσμευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρώιμη δέσμευση < → δείτε τις λέξεις πρώιμος και δέσμευση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική early binding
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πρώιμη δέσμευση
- (προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο στατική δέσμευση
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρώιμη δέσμευση