καθυστερημένη δέσμευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθυστερημένη δέσμευση < → δείτε τις λέξεις καθυστερημένος και δέσμευση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική late binding
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακαθυστερημένη δέσμευση
- (προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο δυναμική δέσμευση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθυστερημένη δέσμευση