Δείτε επίσης: προδημοσιεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοδημοσιεύω < πρωτο- + δημοσιεύω

πρωτοδημοσιεύω (παθητική φωνή: πρωτοδημοσιεύομαι)

  1. δημοσιεύω πρώτος εγώ κάτι
  2. δημοσιεύω πρώτη φορά κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία