προϋφίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προϋφίσταμαι < ελληνιστική κοινή προϋφίσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος προϋφίστημι < αρχαία ελληνική ὑφίστημι < ἵστημι
Ρήμα
επεξεργασίαπροϋφίσταμαι
- (αρχαιοπρεπές) υφίσταμαι από πριν, εκ των προτέρων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προϋφίσταμαι
|