Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.tɾe.ptiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐τρε‐πτι‐κό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προτρεπτικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του προτρεπτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προτρεπτικός
    για τον όρο της γραμματικής → δείτε τη λέξη προτρεπτικός