Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσδοκώμενο ουδέτερο

  • είδος υποθετικού λόγου που αποδίδει αυτό που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, αν η υπόθεση είναι σωστή

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

προσδοκώμενο

  1. αιτιατική ενικού του προσδοκώμενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προσδοκώμενος