προπαγανδιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπαγανδιστικά < προπαγανδιστικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροπαγανδιστικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προπαγανδιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροπαγανδιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προπαγανδιστικός