Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμισθώνω < ελληνιστική κοινή προμισθόω + -ώνω < αρχαία ελληνική πρό + μισθόω < μισθός

  Ρήμα επεξεργασία

προμισθώνω (παθητική φωνή: προμισθώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία