προμισθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμισθώνω < ελληνιστική κοινή προμισθόω + -ώνω < αρχαία ελληνική πρό + μισθόω < μισθός
Ρήμα
επεξεργασίαπρομισθώνω (παθητική φωνή: προμισθώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προμίσθωμα
- προμισθωμένος
- προμίσθωση
- προμισθωτής
- → δείτε τις λέξεις προ, μισθώνω και μισθός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προμισθώνω | προμίσθωνα | θα προμισθώνω | να προμισθώνω | προμισθώνοντας | |
β' ενικ. | προμισθώνεις | προμίσθωνες | θα προμισθώνεις | να προμισθώνεις | προμίσθωνε | |
γ' ενικ. | προμισθώνει | προμίσθωνε | θα προμισθώνει | να προμισθώνει | ||
α' πληθ. | προμισθώνουμε | προμισθώναμε | θα προμισθώνουμε | να προμισθώνουμε | ||
β' πληθ. | προμισθώνετε | προμισθώνατε | θα προμισθώνετε | να προμισθώνετε | προμισθώνετε | |
γ' πληθ. | προμισθώνουν(ε) | προμίσθωναν προμισθώναν(ε) |
θα προμισθώνουν(ε) | να προμισθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προμίσθωσα | θα προμισθώσω | να προμισθώσω | προμισθώσει | ||
β' ενικ. | προμίσθωσες | θα προμισθώσεις | να προμισθώσεις | προμίσθωσε | ||
γ' ενικ. | προμίσθωσε | θα προμισθώσει | να προμισθώσει | |||
α' πληθ. | προμισθώσαμε | θα προμισθώσουμε | να προμισθώσουμε | |||
β' πληθ. | προμισθώσατε | θα προμισθώσετε | να προμισθώσετε | προμισθώστε | ||
γ' πληθ. | προμίσθωσαν προμισθώσαν(ε) |
θα προμισθώσουν(ε) | να προμισθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προμισθώσει | είχα προμισθώσει | θα έχω προμισθώσει | να έχω προμισθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προμισθώσει | είχες προμισθώσει | θα έχεις προμισθώσει | να έχεις προμισθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει προμισθώσει | είχε προμισθώσει | θα έχει προμισθώσει | να έχει προμισθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προμισθώσει | είχαμε προμισθώσει | θα έχουμε προμισθώσει | να έχουμε προμισθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προμισθώσει | είχατε προμισθώσει | θα έχετε προμισθώσει | να έχετε προμισθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προμισθώσει | είχαν προμισθώσει | θα έχουν προμισθώσει | να έχουν προμισθώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμισθώνω
|