προμισθώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπρομισθώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προμισθώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προμισθώνομαι | προμισθωνόμουν(α) | θα προμισθώνομαι | να προμισθώνομαι | ||
β' ενικ. | προμισθώνεσαι | προμισθωνόσουν(α) | θα προμισθώνεσαι | να προμισθώνεσαι | (προμισθώνου) | |
γ' ενικ. | προμισθώνεται | προμισθωνόταν(ε) | θα προμισθώνεται | να προμισθώνεται | ||
α' πληθ. | προμισθωνόμαστε | προμισθωνόμαστε προμισθωνόμασταν |
θα προμισθωνόμαστε | να προμισθωνόμαστε | ||
β' πληθ. | προμισθώνεστε | προμισθωνόσαστε προμισθωνόσασταν |
θα προμισθώνεστε | να προμισθώνεστε | (προμισθώνεστε) | |
γ' πληθ. | προμισθώνονται | προμισθώνονταν προμισθωνόντουσαν |
θα προμισθώνονται | να προμισθώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προμισθώθηκα | θα προμισθωθώ | να προμισθωθώ | προμισθωθεί | ||
β' ενικ. | προμισθώθηκες | θα προμισθωθείς | να προμισθωθείς | προμισθώσου | ||
γ' ενικ. | προμισθώθηκε | θα προμισθωθεί | να προμισθωθεί | |||
α' πληθ. | προμισθωθήκαμε | θα προμισθωθούμε | να προμισθωθούμε | |||
β' πληθ. | προμισθωθήκατε | θα προμισθωθείτε | να προμισθωθείτε | προμισθωθείτε | ||
γ' πληθ. | προμισθώθηκαν προμισθωθήκαν(ε) |
θα προμισθωθούν(ε) | να προμισθωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προμισθωθεί | είχα προμισθωθεί | θα έχω προμισθωθεί | να έχω προμισθωθεί | προμισθωμένος | |
β' ενικ. | έχεις προμισθωθεί | είχες προμισθωθεί | θα έχεις προμισθωθεί | να έχεις προμισθωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προμισθωθεί | είχε προμισθωθεί | θα έχει προμισθωθεί | να έχει προμισθωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προμισθωθεί | είχαμε προμισθωθεί | θα έχουμε προμισθωθεί | να έχουμε προμισθωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προμισθωθεί | είχατε προμισθωθεί | θα έχετε προμισθωθεί | να έχετε προμισθωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προμισθωθεί | είχαν προμισθωθεί | θα έχουν προμισθωθεί | να έχουν προμισθωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμισθώνομαι
|