προεμμηνορροϊκά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεμμηνορροϊκά < προεμμηνορροϊκός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροεμμηνορροϊκά
- στην προεμμηνορροϊκή κατάσταση ή περίοδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεμμηνορροϊκά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροεμμηνορροϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προεμμηνορροϊκός