προελάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροελάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προελαύνω
- θα προελάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προελαύνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροελάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προέλαση