προβλεπτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβλεπτικά < προβλεπτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροβλεπτικά
- με προβλεπτικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία προβλεπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροβλεπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προβλεπτικός