προέλκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προέλκω < ελληνιστική κοινή προέλκω < αρχαία ελληνική πρό + ἕλκω
Ρήμα
επεξεργασίαπροέλκω
- (παρωχημένο, γενικότερα) έλκω προς τα μπρος ή έξω
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος, ειδικότερα) προσορμίζω πλεούμενο έλκοντάς το από τα σχοινιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προέλκω
|