Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πρεσβεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρεσβεύω
  2. θα πρεσβεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρεσβεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πρεσβεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρέσβευση