πρακτορεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πρακτορεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρακτορεύω
- θα πρακτορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρακτορεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πρακτορεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρακτόρευση