Δείτε επίσης: πρακτόρευσης, πρακτόρευσις

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πρακτορεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρακτορεύω
  2. θα πρακτορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρακτορεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πρακτορεύσεις θηλυκό