Δείτε επίσης: πρακτόρευσης, πρακτόρευσις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πρακτορεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρακτορεύω
  2. θα πρακτορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρακτορεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πρακτορεύσεις θηλυκό