Δείτε επίσης: πρακτόρευσης, πρακτορεύσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρακτόρευσις < πρακτορεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρακτόρευσις θηλυκό