πρέσιγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρέσιγκ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) άλλη μορφή του πρέσινγκ
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρέσιγκ
|
πρέσιγκ ουδέτερο άκλιτο
|