Ετυμολογία

επεξεργασία
πρέσιγκ < αγγλική pressing < press < λατινική presso, θαμιστικό τού premo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρέσιγκ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία