ποταμηδόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαποταμηδόν
- σαν ποτάμι
- έλαμψαν αστραπαί και ήρχισε να βρέχη ποταμηδόν (Εμμανουήλ Ροΐδης, Ψυχολογία Συριανού συζύγου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποταμηδόν
|