Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πολώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολώνω
  2. θα πολώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πολώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πόλωση