πολυετώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυετώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυετῶς < αρχαία ελληνική πολυετ(ής) + -ῶς > -ώς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.eˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐ε‐τώς
Επίρρημα
επεξεργασίαπολυετώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυετώς
|