πολλοστημόριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπολλοστημόριον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πολλοστημόριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολλοστημόριος
- → δείτε τη λέξη πολλοστημόριο (νέα ελληνική)