ποδοπατήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαποδοπατήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποδοπατώ
- θα ποδοπατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποδοπατώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαποδοπατήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ποδοπάτηση