Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πλουσιοπάροχο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πλουσιοπάροχος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πλουσιοπάροχος