πληκτρολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπληκτρολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληκτρολογώ
- θα πληκτρολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληκτρολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπληκτρολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πληκτρολόγηση